- καταδαπανητικός
- -ή, -ό (Α καταδαπανητικός, -ή, -όν) [καταδαπανώ]αυτός που έχει τάση να ξοδεύει πολύ, ο σπάταλοςνεοελλ.αυτός από τον οποίο προκαλούνται μεγάλες δαπάνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταδαπανητική — καταδαπανητικός tending to consume fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)